- αθεραπευσία
- ἀθεραπευσία, η (Α) [ἀθεράπευτος]έλλειψη φροντίδας, παραμέληση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀθεραπευσία — ἀθεραπευσίᾱ , ἀθεραπευσία want of attendance fem nom/voc/acc dual ἀθεραπευσίᾱ , ἀθεραπευσία want of attendance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεραπευσίᾳ — ἀθεραπευσίαι , ἀθεραπευσία want of attendance fem nom/voc pl ἀθεραπευσίᾱͅ , ἀθεραπευσία want of attendance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεραπευσίας — ἀθεραπευσίᾱς , ἀθεραπευσία want of attendance fem acc pl ἀθεραπευσίᾱς , ἀθεραπευσία want of attendance fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεραπευσίαι — ἀθεραπευσία want of attendance fem nom/voc pl ἀθεραπευσίᾱͅ , ἀθεραπευσία want of attendance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεραπευσίαν — ἀθεραπευσίᾱν , ἀθεραπευσία want of attendance fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεραπευσίαις — ἀθεραπευσία want of attendance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθεράπευτος — η, ο (Α ἀθεράπευτος, ον) [θεραπεύω] αυτός που δεν θεραπεύεται ή δεν επιδέχεται θεραπεία, αγιάτρευτος, ανίατος νεοελλ. (για καταστάσεις) αδιόρθωτος, ανεπανόρθωτος, φοβερός αρχ. 1. αυτός στον οποίο δεν παρέχεται φροντίδα, δεν δίνεται προσοχή,… … Dictionary of Greek